- τύλος
- ο, ΝΜΑιατρ. περιγεγραμμένη υπερκεράτωση τού δέρματος, συνήθως τών άκρων, οφειλόμενη σε συνεχή τοπική πίεση, κάλος (α. «έβγαλα τύλους στα χέρια» β. «γονάτων τύλους», Ευστ.γ. «ἐν ταῑς χερσὶ τύλους ἔχοντα», Δίων Χρ.)νεοελλ.1. η καμπούρα τής καμήλας ή τού βουβάλου, ο ύβος2. ναυτ. ξύλινο ή μεταλλικό επίμηκες κατασκεύασμα στα πλοία, το οποίο χρησιμεύει για τη στήριξη ή την πρόσδεση καλωδίων, τάκος3. βοτ. μεμβράνη μεταξύ τών διαχωριστικών τοιχωμάτων τών ηθμοειδών σωλήνων τού φυτούαρχ.1. (κατ' επέκτ.) καθετί που προεξέχει ελαφρά, όπως λ.χ.: α) ξύλινο καρφί με κεφαλή στο ένα του άκρο, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στη ναυπηγική, ξυλοκάρφιβ) (κατά τον Φώτ.) ο σκαλμός τού πλοίουγ) κόμπος ή όγκος ράβδου ή ροπάλουδ) (κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) το ανδρικό μόριοε) η κεφαλή ελικοειδούς μηχανήςστ) γόμφος γύρω από τον οποίο τυλίγεται νήμαζ) το εξόγκωμα τού άξονα ενός τροχού στο οποίο προσαρμόζεται σχοινίη) οι βλεφαρίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. τύλη (για ετυμολ. βλ. λ. τύλη)].
Dictionary of Greek. 2013.